- ἀναβαπτίσαι
- ἀναβαπτίζωsinkaor inf actἀναβαπτίσαῑ , ἀναβαπτίζωsinkaor opt act 3rd sgἀναβαπτίζωsinkaor inf actἀναβαπτίσαῑ , ἀναβαπτίζωsinkaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.